- στιβίη
- στῐβίη, ἡ, [dialect] Ep. forA
στιβεία 11
, Opp.C.1.37, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιβεία 11
, Opp.C.1.37, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιβίῃ — στιβίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβίη — ἡ, Α βλ. στιβεία … Dictionary of Greek
στιβίης — στιβίη fem gen sg (epic ionic) στιβιάω freeze imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβία — στιβίᾱ , στιβίη fem nom/voc/acc dual στιβίᾱ , στιβίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στιβίᾱ , στιβιάω freeze pres imperat act 2nd sg στιβίᾱ , στιβιάω freeze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβεία — και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α 1. πάτημα 2. βάδισμα, περπάτημα 3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.) 4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑν οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι… … Dictionary of Greek